- εὐτάκτῳ
- εὔτακτοςwell-orderedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευτακτώ — (ΑΜ εὐτακτῶ, έω) [εύτακτος] είμαι εύτακτος, συμπεριφέρομαι με τάξη και πειθαρχία μσν. αρχ. τηρώ στη ζωή την πρέπουσα τάξη, είμαι εγκρατής αρχ. (για στρατιώτες) πειθαρχώ, υπακούω 2. πληρώνω τακτικά τις οφειλές μου 3. επαναφέρω κάποιον στην τάξη 4 … Dictionary of Greek
εὐτακτῶ — εὐτακτέω to be orderly pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐτακτέω to be orderly pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απευτακτώ — ἀπευτακτῶ ( έω) (Α) [ευτακτώ] πληρώνω, εξοφλώ τακτικά, στον ορισμένο χρόνο … Dictionary of Greek
ευτάκτημα — εὐτάκτημα ατος, τὸ (Α) [ευτακτώ] πράξη ή ενέργεια σύμφωνα με την τάξη και την πειθαρχία … Dictionary of Greek